- κορδέλλα
- ηβλ. κορδέλα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Λαυριακά ή Λαυρεωτικά — Ονομασία του πολιτικού ζητήματος που προέκυψε μετά την πρόταση εθνικοποίησης των εκβολάδων και των σκωριών (σκουριές) του αρχαίου μεταλλείου του Λαυρίου. Τα γεγονότα αυτά συντάραξαν το πανελλήνιο και απασχόλησαν την ελληνική βουλή κατά την… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Ορυκτολογικό Λαυρίου — Στεγάζεται από το 1986 σε ένα αναπαλαιωμένο πέτρινο κτίριο του 1873 (Α. Κορδέλλα), δείγμα της βιομηχανικής αρχιτεκτονικής του 19ου αι., και ανήκει στην Εταιρεία Μελετών της Λαυρεωτικής. Από τα χίλια περίπου δείγματα ορυκτών της συλλογής της… … Dictionary of Greek
διμορφισμός — Η ύπαρξη δύο διαφορετικών μορφών σε άτομα του ίδιου είδους ζώων ή φυτών. Διακρίνουμε δύο κύριες κατηγορίες δ.: τον γενετικό δ., ο οποίος οφείλεται σε χαρακτηριστικά που ελέγχονται γενετικά, και τον μη γενετικό δ., που οφείλεται σε άλλους… … Dictionary of Greek
διολίσθηση — η 1. γλίστρημα 2. διαφυγή 3. φρ. «διολίσθηση δραχμής, μάρκου, κ.λπ.» βαθμιαία, κατ΄ αντίθεση προς την άμεση, υποτίμηση τής αξίας τής δραχμής κ.λπ. έναντι άλλων νομισμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < διολισθαίνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στον Ανδρέα… … Dictionary of Greek
διχροϊσμός — ο η ιδιότητα μερικών ουσιών να παρουσιάζουν διάφορα χρώματα, ανάλογα με τη διεύθυνση κατά την οποία περνάει από μέσα τους το φως. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Ανδρέα Κορδέλλα] … Dictionary of Greek
δοκογέφυρα — η γέφυρα που το ζεύγμα της είναι φτιαγμένο με δοκάρια, ξύλινο γεφύρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. passerelle). Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στον Ανδρέα Κορδέλλα] … Dictionary of Greek
επιπεδοσφαιρικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο επιπεδοσφαίριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιπεδοσφαίριο( ν). Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στον Ανδρέα Κορδέλλα στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
επιπλωτήρας — ο το τμήμα ενός οργάνου (π.χ. διχτιού) που επιπλέει στην επιφάνεια τού νερού για να συγκρατεί το υπόλοιπο όργανο. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. flotteur). Η λ. στον λόγιο τ. επιπλωτήρ μαρτυρείται από το 1883 στον Ανδρέα… … Dictionary of Greek
ερυθρότεφρος — η, ο αυτός που έχει χρώμα τεφρό με ερυθρά απόχρωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερυθρός + τέφρα. Η λ. μαρτυρείται στον Ανδρέα Κορδέλλα] … Dictionary of Greek
ευκαιρίτης — Σεληνιούχο ορυκτό χαλκού και αργύρου, με χημικό τύπο AgCu2Se. Κόβεται εύκολα, έχει σκληρότητα 2 3 της σκληρομετρικής κλίμακας των ορυκτών, ενώ το ειδικό βάρος του κυμαίνεται μεταξύ 7,6−7,8. Έχει χρώμα μολυβδόφαιο με μεταλλική λάμψη. Βρίσκεται στη … Dictionary of Greek